- ὑπομελαίνω
- ὑπομελαίνω,A to be blackish, Ruf. ap. Orib.7.26.15, Gp.15.2.16.2 make blackish, of hair-dye, Critoap.Gal.12.436.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομελαίνω — ΜΑ (αμτβ.) είμαι κάπως μαύρος, είμαι μαυρειδερός μσν. παθ. ὑπομελαίνομαι (αποθ.) μτφ. είμαι κάπως ασαφής, ακατάληπτος αρχ. (μτβ.) μαυρίζω κάτι κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελαίνω «μαυρίζω» (< μέλας)] … Dictionary of Greek
υπομελανίζω — ΜΑ είμαι κάπως μαύρος, ὑπομελαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελανίζω «είμαι μελανωπός» (< μέλας)] … Dictionary of Greek